Γράφει η Μαρία Κουκιάρη
Περιμένω έξω από το σούπερ μάρκετ. Έρχεται η σειρά μου να μπω μέσα. Πάω να πάρω καρότσι. Σκέφτομαι πόσα χέρια άγγιξαν αυτό το καρότσι σήμερα…. δεν γίνεται όμως να ψωνίσω χωρίς αυτό… δεν φοράω γάντια…. «τι ηλίθια που δε πήρα γάντια μαζί μου». Σκέφτηκα να γυρίσω σπίτι να πάρω γάντια, άντε θα το ρισκάρω κι ότι γίνει είπα μετά. Χρειάζεται να ψωνίσω.
Δεν πιάνω στα χέρια μου προιόντα, για να δω τι περιέχουν όπως έκανα παλιότερα, δεν είμαστε τώρα για τέτοιες πολυτέλειες είπα -σκέφτομαι πόσοι τα άγγιξαν- βασικά αγγίζω όσο λιγότερο γίνεται κι αγοράζω μόνο ότι γνωρίζω ώστε να μη χρειάζεται να ψάχνω και να αγγίζω περισσότερα.
Κάθε δέκα λεπτά βγάζω το αντισηπτικό από τη τσάντα και ψεκάζω τα χέρια μου. Μετά κατευθύνομαι προς τα ψυγεία με τα τυριά και τα αλλαντικά. Παίρνω ένα νούμερο και κάθομαι στην άκρη και με απόσταση από τους άλλους…..
Ένας Κύριος πλησιάζει αρκετά προς το μέρος μου και μου απευθύνει το λόγο. Κάνω δυο βήματα πίσω και του απαντάω μονολεκτικά και κοιτάζω αλλού για να μη πιάσει τη κουβέντα…..ενώ είμαι τόσο κοινωνική, ξαφνικά δε θέλω να μιλάω….«τι παράνοια Θεέ μου!» σκέφτομαι κάποια στιγμή. Ένα τόσο δα πραγματάκι να καθορίζει τις ζωές μας….πόσο φοβόμαστε το θάνατο!
Η πωλήτρια φωνάζει το νούμερο μου…παραγγέλνω…κι αρχίζω να την παρατηρώ….φοράει γάντια και την ίδια στιγμή σκέφτομαι πόσα πράγματα έχει πιάσει με αυτά τα ίδια γάντια….πιάνει το τυρί και το τυλίγει στο χαρτί….κι αν αυτοί που έφεραν τα χαρτιά περιτύλιξης είχαν τον ιό;
Ακόμη κι εκεί που τα παρασκευάζουν τι γίνεται; Και τα κουτιά που περιείχαν τα χαρτιά;ή τα βαρέλια που περιέχουν τα τυριά;Ποιος τα κατασκευάζει; Ποιος τα μεταφέρει; Κι αν είναι ασυμπτωματικός και δε γνωρίζει;
Η σκέψη τρελαίνεται και λέω στοπ στον εαυτό μου….δε γίνεται να ζω έτσι….στο κάτω κάτω αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω από τον ιό…
Όμως είναι τόσο μοναχικός θάνατος γαμώτο..κανείς δε μπορεί να σε επισκεφτεί και κανέναν δε μπορείς να αποχαιρετήσεις…..όλοι οι αγαπημένοι σου μακρυά κι εσύ εκεί σε ένα κρεββάτι ολομόναχος και ξένος να παλεύεις να βρεις ανάσα….
Και ξαφνικά αναρωτιέμαι κάτι αισιόδοξο: Μήπως οι κυβερνήσεις επινόησαν τον ιό για να μπορούν να μας ελέγχουν; «Που είναι το αισιόδοξο σε αυτό;» ρωτάω αυστηρά τον εαυτό μου την ίδια στιγμή. Το αισιόδοξο είναι ότι δε θα πεθάνω από τον ιό απαντάω. Θα ήταν μια ανακούφιση αυτό αν βέβαια ίσχυε, όταν χάνεις την ανάσα σου έτσι κι αλλιώς από το φόβο.
Η πωλήτρια ευτυχώς σταματάει τη σκέψη μου και με ρωτάει αν χρειάζομαι κάτι άλλο…ναι χρειάζομαι είπα και παράγγειλα…δε θέλω να βγαίνω συχνά έξω…κι έτσι παραγγέλνω όσο πιο πολλά αντέχει το πορτοφόλι μου…όχι για να μη πεθάνω από τη πείνα….αλλά γιατί το να βγαίνω έξω πλέον μου προκαλεί τρόμο….κι όσο λιγότερος ο τρόμος τόσο καλύτερα.
Θα τελειώσει αυτό ποτέ σκέφτομαι; Κι αν τελειώσει θα πάψω ποτέ να είμαι καχύποπτη;
Μια Κυρία έρχεται πολύ κοντά μου την ίδια στιγμή….δε φοράει μάσκα….τρομοκρατούμαι….είναι δυνατόν σκέφτομαι; Σε ποιον κόσμο ζει εκείνη; Δείχνει άνετη και πιάνει και τη κουβέντα…ξαφνικά της πέφτει η τσάντα της στα πόδια μου….ακουμπάει η τσάντα της στα πόδια μου και τρελλαίνομαι…. ψυχραιμία φωνάζει ο άλλος μου εαυτός…..θέλω να της βάλω μια φωνή και να της πω , πως μπορεί να κάνει ότι θέλει για τον εαυτό της, αλλά δε γίνεται να μην ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους της.
Θέλω να φωνάξω υστερικά….όχι όμως λέω πάλι…..ψυχραιμία ….Παίρνω δυο ανάσες μέσα από τη μάσκα που μυρίζει αντισηπτικό, γιατί την ψεκάζω κι αυτή κάθε τρεις και λίγο….και μετά η σκέψη μου πάει στη «κοντινότητα». Τι θα γίνει με τη «κοντινότητα»;
Δεν θα αγγίζουμε πια ανθρώπους; Δε θα αγκαλιάζουμε τους αγαπημένους μας; Πως στο καλό θα δείχνουμε την αγάπη μας;Κάνοντας ηλίθια νεύματα;
Οι Έλληνες πάντα είχαν ανάγκη να είναι κοντά…. πάντα αγκαλιάζονταν ή το λιγότερο που έκαναν ήταν να σφίξουν το χέρι του άλλου για να δείξουν την εγκαρδιότητα τους ή το καλωσόρισμα. Δεν ταιριάζουν στους Έλληνες τα ηλίθια νεύματα, ούτε τα γάντια αλλά ούτε και τα αντισηπτικά. Δε ξέρω…ξέχασα τουλάχιστον την εκνευριστική Κυρία και δεν έβαλα φωνή….
Μετά όμως έβαλα φωνή στον καχύποπτο και φοβισμένο εαυτό μου …και του είπα σταμάτα να σκέφτεσαι….ένας ιός είναι….Θα τον νικήσουμε γαμώτο!….και χαμογέλασα ακόμα και στην απρόσεκτη Κυρία που ίσως και να ήταν περισσότερο θαρραλέα από μένα….και είπα «καληνύχτα σας κι ευχαριστώ» στη πωλήτρια, «που έχετε το θάρρος να είστε εδώ και μας εξυπηρετείτε».
Κι ένιωσα καλά…