«Πέρασαν ογδόντα πέντε χρόνια από τότε που οι γονείς μας έπεσαν στα πεδία των μαχών της Β. Ηπείρου κατά το Έπος 1940 – 41 για την πατρίδα. Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε που με τους επίμονους αγώνες του τότε Αντιπροέδρου της Βουλής Γεωργίου Σούρλα επήλθε η συμφωνία με την αλβανική κυβέρνηση για την περισυλλογή των οστών και τον ενταφιασμό των πεσόντων.
Πέρασαν τόσα χρόνια και οι εκκρεμότητες για τους 8.000 άταφους ή προσωρινά ενταφιασμένους συνεχίζονται.
Μέχρι σήμερα δεν έγινε καμία ταυτοποίηση, ούτε δόθηκε απάντηση στους 1.500 συγγενείς πεσόντων, οι οποίοι έδωσαν για τον σκοπό αυτό αίμα.
Το χειρότερο, το πιο θλιβερό και επονείδιστο είναι ότι τα οστά, που περισυλλέγονται και ανασύρονται από ομαδικούς τάφους στοιβάζονται σε κοντέινερ, λόγω πληρότητας των στρατιωτικών κοιμητηρίων.
Δυστυχώς, δεν υπήρξε από την Ελλάδα η απαίτηση να παραχωρηθούν τα δέκα στρέμματα για την επέκταση του Κοιμητηρίου Κλεισούρας, που αποφασίστηκε πριν από επτά χρόνια και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Πρωθυπουργού της Αλβανίας το 2009.
Και μετά τους αγώνες, που έδωσε η Ένωση Συγγενών Πεσόντων κατά το Έπος 1940 – 41, από το 2006 με πρόεδρο τον Γ. Σούρλα εκκρεμεί ακόμη η αποκατάσταση των άταφων πεσόντων.
Δεν κατέστη εφικτό να βρούμε τα οστά των πατεράδων μας και να πράξουμε τα δέοντα.
Για τα παιδιά των πεσόντων, τα οποία είναι σήμερα άνω των ογδόντα πέντε ετών είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναμονής.
Είναι μετρημένες οι μέρες να προλάβουμε να βρούμε τους γονείς μας.
Αν δεν βρούμε τα οστά τους, για εμάς οι πατεράδες μας θα είναι όλοι οι πεσόντες. Ας φροντίσει, τουλάχιστον, η πολιτεία να μην ταλαιπωρούνται άλλο στους ομαδικούς τάφους και στα κοντέινερ. Να βρουν έναν τόπο ανάπαυσης και εμείς οι ελάχιστοι εν ζωή να πάμε να ανάψουμε ένα κερί στη μνήμη τους, να προσκυνήσουμε και προσευχηθούμε για εκείνους.»
[δελτίο τύπου]








