Για 483 χρόνια, πολλές γενιές Ηπειρωτών έζησαν μέσα στο σκοτάδι της σκλαβιάς, μέχρι να χαράξει η λευτεριά το ξημέρωμα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, όταν «τα πήραμε τα Γιάννινα, μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν και κλαίνε».
Σχεδόν τρεις μήνες χρειάστηκε ο Ελληνικός Στρατός για να ελευθερώσει την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Τρεις μήνες με σκληρές μάχες και μεγάλες απώλειες.
Έπρεπε να παλέψει από τη μία με το βαρύ χειμώνα και τα κρυοπαγήματα κι από την άλλη με τις υψηλής τεχνικής οχυρωματικές γραμμές στην περίμετρο των Ιωαννίνων, ειδικά τα οχυρά του Μπιζανίου, μια εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία.
Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου υπό την ηγεσία του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες τα ελληνικά στρατεύματα είχαν φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.
Καθοριστική συμβολή στην έκβαση του αγώνα είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού.
Οι εύζωνες φρόντισαν να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της, που παρέμενε αποκομμένος αλλά άθικτος στο Μπιζάνι.
Έτσι η παράδοση της πόλης ήταν ο μόνος δρόμος που απέμενε στον Εσάτ Πασά, ο οποίος ηγούνταν των Τουρκικών δυνάμεων.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων σήμανε ουσιαστικά και τη λήξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο.
Ο ελληνικός στρατός έμπαινε νικητής και απελευθερωτής στα Γιάννενα και τα όσα εκτυλίχθηκαν εκείνες τις συγκλονιστικές ώρες τα διέσωσε στο χρόνο ως ιστορική κληρονομιά για όλους εμάς, η εφημερίδα «Ήπειρος» που κυκλοφόρησε στις 3 Μαρτίου του 1913:
«… Χιλιάδες άνθρωποι έπεφταν πάνω στα άλογα των Ελλήνων στρατιωτών και μη μπορώντας να φιλήσουν τους γενναίους ιππείς ασπάζονταν τα φάλαρα και τα χαλινάρια των αλόγων, ως αγιασμένα κειμήλια. Κλαίγοντας από τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό οι πολίτες, γνωστοί και άγνωστοι, αγκαλιάζονταν μεταξύ τους.
Γυναίκες γονάτιζαν στη μέση του δρόμου κλαίγοντας από χαρά, ενώ εκατομμύρια πυροβολισμοί από κάθε γωνία και από κάθε σπίτι φανέρωναν το μεγάλο ενθουσιασμό και χαιρετούσαν την ανύψωση της γαλανόλευκης στο διοικητήριο και το φρούριο της πόλης. Τα Γιάννενα ήταν Ελληνικά. Ελεύθερα πλέον».
Η απελευθέρωση της Ηπειρωτικής πρωτεύουσας, ως γεγονός σημαντικό όχι μόνο για την Ήπειρο, αλλά για ολόκληρο τον Ελληνισμό, ενέπνευσε ποιητές, ζωγράφους και λόγιους.
Πάνω απ’ όλα όμως ενέπνευσε χιλιάδες επώνυμους κι ανώνυμους αγωνιστές από κάθε γωνιά της Ηπείρου κι ένα πρωτόγνωρο κύμα εθελοντών από κάθε γωνιά της υπόδουλης Ελλάδας και της Ευρώπης.
Ακόμη κι από την Αμερική 225 παλικάρια ήρθαν για να αγωνιστούνε και να σκοτωθούνε οι μισοί από αυτούς στην Αετοράχη.
Κρητικοί και Μανιάτες συμμετέχουν κάθε χρόνο στις επετειακές εκδηλώσεις μας, για να τιμήσουν τους προγόνους τους που «έπεσαν» για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο Κερκυραίος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης άφησε την τελευταία του πνοή στο ύψωμα του Δρίσκου.
Από αυτό το προσκλητήριο δεν απουσίαζε ούτε η Κύπρος. Σχεδόν 2.000 Κύπριοι εθελοντές πολέμησαν στα μέτωπα της Μακεδονίας και της Ηπείρου το ’12-’13. Ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, σκοτώθηκε στη Μανωλιάσα
104 χρόνια ελεύθερα Γιάννενα «μετράμε» και τιμάμε σήμερα.
Οι επετειακές εκδηλώσεις είναι μια καλή αφορμή, για να ξαναθυμηθούμε τη συναρπαστική ροή ιστορικών γεγονότων, αλλά κυρίως για να ανακαλέσουμε διαχρονικές αξίες, που τις έχουμε ανάγκη, κυρίως σε εποχές σκληρές, σαν αυτές που ζούμε.
Είναι σημαντικό «στα δύσκολα» να θυμόμαστε τη διαδρομή μας. Για να κατανοούμε ότι είμαστε μέλη μιας κοινότητας που έχει ιστορία, έχει παρελθόν, επιβιώνει στα δύσκολα, γι’ αυτό έχει και συνέχεια. Έχει μέλλον.
Παρά την υποδούλωση για σχεδόν μισό αιώνα, ο Ηπειρώτης κρατήθηκε από την ταυτότητα του, διατήρησε μια συλλογική συνείδηση και δημιούργησε παράδοση στην παιδεία με τα Γιάννενα να αποτελούν τον 17ο και τον 18ο αιώνα πνευματική πρωτεύουσα του γένους.
Αυτή ήταν η βάση, αυτά ήταν τα «όπλα» για τον απελευθερωτικό αγώνα του τότε. Αυτό μπορεί να γίνει το σημερινό μας «οπλοστάσιο» για τον αγώνα του σήμερα.
Έναν αγώνα που δίνει η χώρα μας για να βγει από τα επώδυνα αδιέξοδα.
Ζούμε στην παρούσα ιστορική στιγμή στην Ελλάδα της υπομονής. Ίσως αυτό δεν είναι αναγκαία κακό, αν γίνει η αφορμή να περάσουμε στην Ελλάδα που θα πορευτεί με σχέδιο, ποιότητα και αξιοπιστία.
Μόνο αν πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, τις ατομικές και τις συλλογικές, αν αγωνιστούμε με πείσμα και αποφασιστικότητα, με σχέδιο, συνεργασία, συνεννόηση και ομοψυχία, μπορούμε να ονειρευόμαστε ένα πιο αισιόδοξο μέλλον.
Σας ευχαριστώ